ορθογναθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθογναθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthognathic < αρχαία ελληνική ὀρθός + γνάθος
Επίθετο[επεξεργασία]
ορθογναθικός
- που έχει σχέση με την ορθή / σωστή θέση της γνάθου ή αναφέρεται στη σχετική χειρουργική προσπάθεια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ορθογναθική χειρουργική στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθογναθικός