παράτυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράτυπος < παρα- + τύπος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική contre la forme)
Επίθετο[επεξεργασία]
παράτυπος, -η, -ο
παράτυπος, -η, -ο