παραλλακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλλακτικός < ελληνιστική κοινή παραλλακτικός < αρχαία ελληνική παραλλάσσω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική parallactique[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική parallactic[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
παραλλακτικός
- (αστρονομία) που έχει σχέση με την παράλλαξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραλλακτικότητα
- → δείτε τις λέξεις παραλλάσσω και αλλάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραλλακτικός
- ↑ 1,0 1,1 παραλλακτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)