παραξενεμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραξενεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραξενεύω, παραξενεύομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]παραξενεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραξενεύω