παστοκύδωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.stoˈci.ðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στο‐κύ‐δω‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παστοκύδωνο ουδέτερο
- (γλυκό) γλύκισμα που φτιάχνεται με πολτοποιημένο κυδώνι και ζάχαρη
- άλλες μορφές: κυδωνόπαστο
- (μεταφορικά) το δώρο που προσφέρεται για παράνομες συναλλαγές ή απόκτηση εύνοιας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παστοκύδωνο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)