πατσαβούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πατσαβούρα | οι | πατσαβούρες |
γενική | της | πατσαβούρας | — | |
αιτιατική | την | πατσαβούρα | τις | πατσαβούρες |
κλητική | πατσαβούρα | πατσαβούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πατσαβούρα < βενετική spazzadura (ιταλικά spazzatura) < spazzare < λατινική spatiari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος spatior < spatium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (τεντώνω, τραβώ)
Ουσιαστικό
πατσαβούρα θηλυκό
- τεμάχιο υφάσματος για καθαρισμό σκευών ή επίπλων
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε βρόμικο, παλιό ή άχρηστο ύφασμα (ή άλλο υλικό)
- (μεταφορικά) κοπέλα χαζή ή ανήθικη
- (μεταφορικά) εφημερίδα κίτρινου τύπου
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)