πελατειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πελατειακός < πελατεί(α) + -ακός[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]πελατειακός, -ή, -ό
- σχετικός με την πελατεία ή με τον πελάτη
- (πολιτική) που αποσκοπεί στην αύξηση της επιρροής κάποιου χάρη σε δημαγωγικά μέσα ή την διανομή προνομίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πελατειακός
πελατειακές σχέσεις (πολιτική)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πελατειακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας