περίβλεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό, εγχειρίδιο ή κείμενο. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίβλεπτος < περί- → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
περίβλεπτος, -η, -ο
- ο ορατός σε όλο τον ορίζοντα, ή σε 360 μοίρες
- ↪ περίβλεπτος φανός
- (γλυπτική) ο τρισδιάστατος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίβλεπτος
|