πετρογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρογραφικός η πετρογραφική το πετρογραφικό
      γενική του πετρογραφικού της πετρογραφικής του πετρογραφικού
    αιτιατική τον πετρογραφικό την πετρογραφική το πετρογραφικό
     κλητική πετρογραφικέ πετρογραφική πετρογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρογραφικοί οι πετρογραφικές τα πετρογραφικά
      γενική των πετρογραφικών των πετρογραφικών των πετρογραφικών
    αιτιατική τους πετρογραφικούς τις πετρογραφικές τα πετρογραφικά
     κλητική πετρογραφικοί πετρογραφικές πετρογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική pétrographique[1] < pétrographie < αρχαία ελληνική πέτρα + γράφω

Επίθετο[επεξεργασία]

πετρογραφικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την πετρογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Η πετρογραφική ανάλυση των κόκκων κατέληξε ότι ήταν παρόμοιοι με τους κόκκους της άμμου στην παραλία όπου βρέθηκε το πτώμα. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]