πετρογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πετρογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική pétrographique[1] < pétrographie < αρχαία ελληνική πέτρα + γράφω
Επίθετο
[επεξεργασία]πετρογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πετρογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- Η πετρογραφική ανάλυση των κόκκων κατέληξε ότι ήταν παρόμοιοι με τους κόκκους της άμμου στην παραλία όπου βρέθηκε το πτώμα. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πετρογραφία
- → δείτε τις λέξεις πέτρα και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πετρογραφικός
- ↑ πετρογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας