πλήσας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πλήσᾱς πλήσᾱσ τὸ πλῆσᾰν
      γενική τοῦ πλήσᾰντος τῆς πλησᾱ́σης τοῦ πλήσᾰντος
      δοτική τῷ πλήσᾰντ τῇ πλησᾱ́σ τῷ πλήσᾰντ
    αιτιατική τὸν πλήσᾰντ τὴν πλήσᾱσᾰν τὸ πλῆσᾰν
     κλητική ! πλήσᾱς πλήσᾱσ πλῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πλήσᾰντες αἱ πλήσᾱσαι τὰ πλήσᾰντ
      γενική τῶν πλησᾰ́ντων τῶν πλησᾱσῶν τῶν πλησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς πλήσᾱσῐ(ν) ταῖς πλησᾱ́σαις τοῖς πλήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πλήσᾰντᾰς τὰς πλησᾱ́σᾱς τὰ πλήσᾰντ
     κλητική ! πλήσᾰντες πλήσᾱσαι πλήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλήσᾰντε τὼ πλησᾱ́σ τὼ πλήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν πλήσᾰ́ντοιν τοῖν πλησᾱ́σαιν τοῖν πλησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

πλήσας, -ασα, -αν