πολύπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύπορος < αρχαία ελληνική πολύπορος < πολύς + πόρος
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύπορος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που έχει πολλούς πόρους, πολλά περάσματα
- είδος μανιταριού του γένους βασιδιομύκητες και της κλάσης υμενομύκητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύπορος
|