προφυλαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προφυλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προφυλάγω, και προφυλάσσω, προφυλάσσομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
προφυλαγμένος, -η, -ο
- που έχει προφυλαχθεί από καιρικά φαινόμενα και ατυχήματα ή άλλους κινδύνους, που δεν είναι εκτεθειμένος
- Το λιμανάκι είναι καλά προφυλαγμένο από τους ανέμους
- Ο δεύτερος αυχενικός σπόνδυλος είναι αρκετά προφυλαγμένος και δύσκολα τραυματίζεται σε κακώσεις της ανώτερης αυχενικής μοίρας
- προφυλαγμένος από την πραγματικότητα, την κοσμικότητα, τους θορύβους, τη βία κ.λπ.