προώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
προωλεσ-
ονομαστική / προώλης τὸ προῶλες
      γενική τοῦ/τῆς προώλους τοῦ προώλους
      δοτική τῷ/τῇ προώλει τῷ προώλει
    αιτιατική τὸν/τὴν προώλη τὸ προῶλες
     κλητική ! προῶλες προῶλες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προώλεις τὰ προώλη
      γενική τῶν προώλων τῶν προώλων
      δοτική τοῖς/ταῖς προώλεσ(ν) τοῖς προώλεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς προώλεις τὰ προώλη
     κλητική ! προώλεις προώλη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προώλει τὼ προώλει
      γεν-δοτ τοῖν προώλοιν τοῖν προώλοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προώλης < προ- + ωλ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ὄλλυμι (αφανίζω) + -ης[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

προώλης, -ης, -ες

  1. άξιος να χαθεί πρόωρα, από πριν χαμένος
  2. κατεστραμμένος, αφανισμένος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]