πυρομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrométrique < pyrométrie < αρχαία ελληνική πῦρ + μέτρον
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρομετρικός
- που έχει σχέση με την πυρομετρία ή το πυρόμετρο ή αναφέρεται σ' αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρομετρικός
Πηγές[επεξεργασία]
- πυρομετρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυρομετρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)