ρωμαιοκαθολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρωμαιοκαθολικός < Ρωμαίος + -ο- + καθολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Roman Catholic[1])
Επίθετο
[επεξεργασία]ρωμαιοκαθολικός
- (θρησκεία) ο καθολικός, που έχει ως θρησκεία του τον ρωμαιοκαθολικισμό
- (θρησκεία) (ουσιαστικοποιημένο) ρωμαιοκαθολικός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρωμαιοκαθολικός
- ↑ ρωμαιοκαθολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας