Μετάβαση στο περιεχόμενο

σάκχαρ

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάκχαρ τὰ σάκχαρ
      γενική τοῦ σάκχαρος τῶν σακχάρων
      δοτική τῷ σάκχαρ τοῖς σάκχαρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σάκχαρ τὰ σάκχαρ
     κλητική ! σάκχαρ σάκχαρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάκχαρε
γεν-δοτ τοῖν  σακχάροιν
3η κλίση, όπως «σάκχαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάκχαρ < (άμεσο δάνειο) πάλι sakkharā < σανσκριτική शर्करा (śarkarā)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα). Συγγενή: αραβική سُكَّر (sukkar) &  και δείτε  sakkharā & शर्करा στο αγγλικό Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάκχαρ, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (τρόφιμο) η ζάχαρη
      2ος κε αιώνας Γαληνός, Περὶ κράσεως καὶ δυνάμεως τῶν ἁπλῶν φαρμάκων, 12, 71, 2-5
    Καὶ τὸ σάκχαρ δὲ καλούμενον, ὅπερ ἐξ ᾿Ινδίας τε καὶ τῆς εὐδαίμονος ᾿Αραβίας κομίζεται, περιπήγνυται μὲν, ὥς φασι, καλάμοις, ἔστι δέ τι καὶ αὐτὸ μέλιτος εἶδος.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σάκχαρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.