σκορδόπιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκορδόπιστος η σκορδόπιστη το σκορδόπιστο
      γενική του σκορδόπιστου της σκορδόπιστης του σκορδόπιστου
    αιτιατική τον σκορδόπιστο τη σκορδόπιστη το σκορδόπιστο
     κλητική σκορδόπιστε σκορδόπιστη σκορδόπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκορδόπιστοι οι σκορδόπιστες τα σκορδόπιστα
      γενική των σκορδόπιστων των σκορδόπιστων των σκορδόπιστων
    αιτιατική τους σκορδόπιστους τις σκορδόπιστες τα σκορδόπιστα
     κλητική σκορδόπιστοι σκορδόπιστες σκορδόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκορδόπιστος < σκόρδ(ο) + -ό- + πιστός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoɾˈðo.pi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκορ‐δό‐πι‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

σκορδόπιστος, -η, -ο[2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σκορδόπιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.