σοβατεπί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σοβατεπί | τα | σοβατεπιά |
γενική | του | σοβατεπιού | των | σοβατεπιών |
αιτιατική | το | σοβατεπί | τα | σοβατεπιά |
κλητική | σοβατεπί | σοβατεπιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοβατεπί < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvadibi
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /so.va.teˈpi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σοβατεπί ουδέτερο
- (οικοδομική) η στενή κι οριζόντια λωρίδα από ξύλο, μάρμαρο, μωσαϊκό κ.λπ. η οποία καλύπτει το κάτω μέρος του εσωτερικού τοίχου στο σημείο όπου ενώνεται με το δάπεδο για λόγους προστασίας και καθαριότητας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τσεκουλατούρα (κυπριακή διάλεκτος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοβατεπί
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικοδομική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)