σπιρούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιρούνι | τα | σπιρούνια |
γενική | του | σπιρουνιού | των | σπιρουνιών |
αιτιατική | το | σπιρούνι | τα | σπιρούνια |
κλητική | σπιρούνι | σπιρούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπιρούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική sperone < πρωτογερμανική *spurô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- / *sperw- (συσπώ, συστρέφω, ωθώ)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπιρούνι ουδέτερο
- μυτερή προεξοχή ή ροδέλα με ακίδες στερεωμένη σε πίσω μέρος παπουτσιού (πχ. μπότας), για το κέντρισμα αλόγου ή άλλους λόγους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)