στολοδρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στολοδρομικός η στολοδρομική το στολοδρομικό
      γενική του στολοδρομικού της στολοδρομικής του στολοδρομικού
    αιτιατική τον στολοδρομικό τη στολοδρομική το στολοδρομικό
     κλητική στολοδρομικέ στολοδρομική στολοδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στολοδρομικοί οι στολοδρομικές τα στολοδρομικά
      γενική των στολοδρομικών των στολοδρομικών των στολοδρομικών
    αιτιατική τους στολοδρομικούς τις στολοδρομικές τα στολοδρομικά
     κλητική στολοδρομικοί στολοδρομικές στολοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στολοδρομικός < στολοδρομία + -ικός < ελληνιστική κοινή στολοδρομέω[1] + -ία < αρχαία ελληνική στόλος + δρόμος

Επίθετο

[επεξεργασία]

στολοδρομικός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. στολοδρομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.