συμμαζεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμαζεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συμμαζεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
συμμαζεμένος, -η, -ο
- που έχει συμμαζευτεί
Μετοχή[επεξεργασία]
συμμαζεμένος, -η, -ο
- σεμνός ή σεμνοπρεπής (σε συμπεριφορά κι εμφάνιση)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμμαζεμένος
|