συντεταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντεταγμένος < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
συντεταγμένος
- αυτός που βρίσκεται σε τάξη (συχνά για στρατιωτικές μονάδες ή για συγκεντρωμένα πλήθη που κινούνται όχι άτακτα, αλλά με πειθαρχία ή ομαδικά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- συνταγμένος (κυρίως για κάτι σχετικό με σύνταξη άρθρων, κειμένων)
[επεξεργασία]
- συντεταγμένα επίρρημα
- σύνταγμα
- συντακτικό
- συντεταγμένη ως ουσιαστικό