συντριπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντριπτικός < μεσαιωνική ελληνική συντριπτικός < αρχαία ελληνική συντρίβω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική écrasant)
Επίθετο[επεξεργασία]
συντριπτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συντριπτικά
- → δείτε τις λέξεις συντρίβω και τρίβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντριπτικός