Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπέρθεση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπέρθεση οι υπερθέσεις
      γενική της υπέρθεσης* των υπερθέσεων
    αιτιατική την υπέρθεση τις υπερθέσεις
     κλητική υπέρθεση υπερθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπέρθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπέρθε(σις) + -ση < ὑπερτίθημι < αρχαία ελληνική ὑπέρ + τίθημι. Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + θέση.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpeɾ.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπέρθεση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπέρθεση θηλυκό

  1. (λόγιο, σπάνιο) τοποθέτηση από πάνω
  2. (φυσική)  δείτε τους όρους επαλληλία και αρχή της υπέρθεσης
  3. (κβαντική φυσική) η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερες κβαντικές θέσεις αθροίζονται, για να δώσουν μια άλλη έγκυρη κβαντική κατάσταση
     δείτε  κβαντική υπέρθεση στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Ταυτόσημα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις υπέρ και θέτω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • υπέρθεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)