φρουμασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɾu.maˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρου‐μα‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
φρουμασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρουμάζω
- εναλλακτικά: φριμαγμένος του φριμάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρουμασμένος
|