φωναγγειογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωναγγειογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική phonangiographie < phon(o)- (< αρχαία ελληνική φωνή) + angio- (< αρχαία ελληνική ἀγγεῖον) + -graphie (< αρχαία ελληνική -γραφία). Αναλύεται σε φων(ή) + αγγεί(ο) + -ο- + -γραφία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωναγγειογραφία θηλυκό
- (ιατρική) (παρωχημένο) (σπάνιο): μέθοδος καταγραφής των ήχων του αίματος, κυρίως για τη διερεύνιση των αρτηριακών στενώσεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φωναγγειογράφημα
- και → δείτε τις λέξεις φωνή, αγγείο και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωναγγειογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)