φωτοβολίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοβολίδα οι φωτοβολίδες
      γενική της φωτοβολίδας των φωτοβολίδων
    αιτιατική τη φωτοβολίδα τις φωτοβολίδες
     κλητική φωτοβολίδα φωτοβολίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φωτοβολίδα για πλωτά σκάφη

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωτοβολίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωτοβολίς < φωτο- + ελληνιστική κοινή βολίς (βολίδα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fo.to.voˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐το‐βο‐λί‐δα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωτοβολίδα θηλυκό

  • το ειδικό βλήμα, είδος πυροτεχνίας, το οποίο με καύση παράγει έντονο και διαρκές φως και χρησιμοποιείται στην έρευνα και διάσωση, αλλά και σε γιορτές και αθλητικές εκδηλώσεις
    ⮡  ναυτική φωτοβολίδα
    ⮡  φωτοβολίδα χειρός (ως σήμα κινδύνου ναυτιλλομένων)
    ⮡  φωτοβολίδα αλεξιπτώτου (που εκτοξεύεται ψηλά και πέφτει σταδιακά με αλεξίπτωτο) ώστε οι ναυτιλλόμενοι να την εκτοξεύουν όταν κινδυνεύουν)
    ⮡  φωτοβολίδα ερευνών (για παροχή φωτός σε σκοτεινές περιοχές όπως σε νυχτερινή έρευνα για ανεύρεση ναυαγών)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]