ναυτιλλόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυτιλλόμενος οι ναυτιλλόμενοι
      γενική του ναυτιλλόμενου
ναυτιλλομένου
των ναυτιλλόμενων
ναυτιλλομένων
    αιτιατική τον ναυτιλλόμενο τους ναυτιλλόμενους
ναυτιλλομένους
     κλητική ναυτιλλόμενε ναυτιλλόμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση της αρχαίας μετοχής ναυτιλλόμενος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτιλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής ναυτιλλόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυτιλλόμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ναυτίλλομαι[1][2] < ναυτίλος < ναύτης < ναῦς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /na.ftiˈlo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυ‐τιλ‐λό‐με‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτιλλόμενος αρσενικό

  • ναυτικός που ταξιδεύει σε πλοίο ως μέλος του πληρώματος
    αγγελία προς ναυτιλλομένους < ἀγγελίαι τοῖς ναυτιλλομένοις ( Οδηγία ναυσιπλοΐας στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια)
    ※  Αγγελίες για τους ναυτιλλόμενους (Hellenic Notices to Mariners). Eίναι οι πληροφορίες που παρέχονται με σκοπό να διατηρούν διαρκώς ενήμερους τους Ναυτικούς Χάρτες και τις Ναυτιλιακές Εκδόσεις. Οι Αγγελίες εκδίδονται από την Υδρογραφική Υπηρεσία και διατίθενται δωρεάν στο δικτυακό τόπο της
    Αγγελίες προς Ναυτιλλόμενους, Πολεμικό Ναυτικό, Υδρογραφική Υπηρεσία, ανακτήθηκε 24.07.2020 hnhs.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ναυτιλλόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ναυτιλλόμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ναυτιλλόμενος ναυτιλλομένη τὸ ναυτιλλόμενον
      γενική τοῦ ναυτιλλομένου τῆς ναυτιλλομένης τοῦ ναυτιλλομένου
      δοτική τῷ ναυτιλλομέν τῇ ναυτιλλομέν τῷ ναυτιλλομέν
    αιτιατική τὸν ναυτιλλόμενον τὴν ναυτιλλομένην τὸ ναυτιλλόμενον
     κλητική ! ναυτιλλόμενε ναυτιλλομένη ναυτιλλόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ναυτιλλόμενοι αἱ ναυτιλλόμεναι τὰ ναυτιλλόμεν
      γενική τῶν ναυτιλλομένων τῶν ναυτιλλομένων τῶν ναυτιλλομένων
      δοτική τοῖς ναυτιλλομένοις ταῖς ναυτιλλομέναις τοῖς ναυτιλλομένοις
    αιτιατική τοὺς ναυτιλλομένους τὰς ναυτιλλομένᾱς τὰ ναυτιλλόμεν
     κλητική ! ναυτιλλόμενοι ναυτιλλόμεναι ναυτιλλόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ναυτιλλομένω τὼ ναυτιλλομέν τὼ ναυτιλλομένω
      γεν-δοτ τοῖν ναυτιλλομένοιν τοῖν ναυτιλλομέναιν τοῖν ναυτιλλομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ναυτιλλόμενος, -η, -ον (μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα)