φωτοσοπιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοσοπιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωτοσοπιάζω < φωτοσόπ + -ιάζω < (άμεσο δάνειο) αγγλική photoshop < Photoshop < photo + shop
Μετοχή[επεξεργασία]
φωτοσοπιασμένος, -η, -ο
- (διαδικτυακή αργκό) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωτοσοπιάζω
- ↪ Δεν πιστεύω τις φωτογραφίες που ποστάρουν όλοι αυτοί οι λεγόμενοι ινφλουένσερς, μοιάζουν τελείως φωτοσοπιασμένες.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοσοπιασμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιάζω (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)