χωρίο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χωρίο | τα | χωρία |
γενική | του | χωρίου | των | χωρίων |
αιτιατική | το | χωρίο | τα | χωρία |
κλητική | χωρίο | χωρία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χωρίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χωρίον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xoˈɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ρί‐ο
- τονικά παρώνυμα: χωριό, Χωριό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χωρίο ουδέτερο
- (λόγιο) μέρος γραπτού κειμένου
- (μαθηματικά) τμήμα επιφάνειας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)