ψυχοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρsychopathie ή από την γαλλική psychopathie[1] < ψυχο- + -πάθεια (πάθος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.xoˈpa.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐πά‐θει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοπάθεια θηλυκό
- γενική ονομασία ψυχικών διαταραχών
- (ψυχιατρική) παθολογική μερική ή ολική διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοπάθεια
|
[επεξεργασία]
- ↑ ψυχοπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πάθεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)