ωραιοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωραιοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ωραιοποιώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾe.o.pi.iˈme.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /o.ɾe.o.pi.iˈme.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /o.ɾe.o.pi.iˈme.no/ ουδέτερο
Μετοχή[επεξεργασία]
ωραιοποιημένος , -η , -ο
- που τον έχουν ωραιοποιήσει, βελτιώσει επιφανειακά
- αυτή η εκδοχή είναι η ωραιοποιημένη άποψή σου και απέχει πολύ από τα γεγονότα έτσι όπως τα θυμάμαι εγώ κι άλλοι δέκα!