όναγρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όναγρος | οι | όναγροι |
γενική | του | όναγρου & ονάγρου |
των | όναγρων & ονάγρων |
αιτιατική | τον | όναγρο | τους | όναγρους & ονάγρους |
κλητική | όναγρε | όναγροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όναγρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὄναγρος < αρχαία ελληνική ὄνος + ἄγριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όναγρος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) είδος άγριου γαϊδάρου (equus onager)
- (στρατιωτικός όρος, ιστορία) είδος καταπέλτη
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)