ἁγιοποιός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἁγιοποιός | τὸ | ἁγιοποιόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἁγιοποιοῦ | τοῦ | ἁγιοποιοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἁγιοποιῷ | τῷ | ἁγιοποιῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἁγιοποιόν | τὸ | ἁγιοποιόν | ||
| κλητική ὦ! | ἁγιοποιέ | ἁγιοποιόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἁγιοποιοί | τὰ | ἁγιοποιᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | ἁγιοποιῶν | τῶν | ἁγιοποιῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἁγιοποιοῖς | τοῖς | ἁγιοποιοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἁγιοποιούς | τὰ | ἁγιοποιᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | ἁγιοποιοί | ἁγιοποιᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁγιοποιώ | τὼ | ἁγιοποιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁγιοποιοῖν | τοῖν | ἁγιοποιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἁγιοποιός < (ελληνιστική κοινή) ἁγιο(ποιέω) + -ποιός
- και ουσιαστικοποιημένο
Επίθετο
[επεξεργασία]ἁγιοποιός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που μετατρέπει σε άγιο, που αγιοποιεί[1]
- ※ 4ος αιώνας κε Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 16:14, στον τόμο 33 του ⌘ Patrologiae Cursus Completus. Series Graeca, Jacques-Paul Migne
- [ως ουσιαστικό] Και Παὖλος ἒλεγε: Πλήν ὃτι το Πνεῦμα τό ἅγιον κατά πόλιν διαμαρτύρεταί μοι λέγον, ὃτι δεσμά καί θλίψεις με μένουσιν. Ὁ γάρ καλός οὖτος τής Ἐκκλησίας ἁγιοποιός, καί βοηθός καί διδάσκαλος τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὁ Παράκλητος περί οὒ εἶπεν ὁ Σωτήρ, Ἐκείνος ὑμάς διδάξει πάντα
- ※ 4ος αιώνας κε Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 16:14, στον τόμο 33 του ⌘ Patrologiae Cursus Completus. Series Graeca, Jacques-Paul Migne
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Franco Montanari, The Brill Dictionary of Ancient Greek, 2015, σελ. 13
Πηγές
[επεξεργασία]- ἁγιοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση 'βοηθός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'βοηθός' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἁγιο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ποιός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)