ἄτρακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άτρακτος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄτρακτος οἱ ἄτρακτοι
      γενική τοῦ ἀτράκτου τῶν ἀτράκτων
      δοτική τῷ ἀτράκτ τοῖς ἀτράκτοις
    αιτιατική τὸν ἄτρακτον τοὺς ἀτράκτους
     κλητική ! ἄτρακτε ἄτρακτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀτράκτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀτράκτοιν
Στον Πλούταρχο, θηλυκό με ίδια κλίση
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄτρακτος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄτρακτος, -ου αρσενικό και σπανιότερα στον Πλούταρχο θηλυκό

  1. αδράχτι
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 34.1
    αἱ μὲν πρὸ γάμου πλόκαμον ἀποταμόμεναι καὶ περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι ἐπὶ τὸ σῆμα τιθεῖσι
    οι κοπέλες, αφού κόψουν μια πλεξούδα από τα μαλλιά τους και την τυλίξουν γύρω από αδράχτι, την αποθέτουν στον τάφο τους
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 617c
    τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφοράν, διαλείπουσαν χρόνον,
    Η Κλωθώ αγγίζοντας κατά διαλείμματα με το δεξί της χέρι βοηθούσε στην εξωτερική περιστροφή του αδραχτιού,
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 162.5
    τοῦτο γὰρ ἐπὶ παντὶ τῷ διδομένῳ ἔλεγε, τελευταῖόν οἱ ἐξέπεμψε δῶρον ὁ Εὐέλθων ἄτρακτον χρύσεον καὶ ἠλακάτην,
    και, καθώς σε κάθε δώρο που της χάριζε, εκείνη επαναλάμβανε αυτή τη φράση, ο Ευέλθων τής έστειλε τελευταίο δώρο, αδράχτι και ρόκα
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. βέλος
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 40.2
    ἀπεκρίνατο αὐτῷ πολλοῦ ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν οἰστόν, εἰ τοὺς ἀγαθοὺς διεγίγνωσκε, δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο.
    εκείνος αποκρίθηκε ότι η άτρακτος —εννοούσε το βέλος— θα ήταν όπλο εξαιρετικής αξίας αν μπορούσε να διακρίνει τους γενναίους. Ήθελε να πει μ᾽ αυτό ότι οι πέτρες και τα βέλη σκότωναν, αδιάκριτα και τυχαία, όσους βρίσκαν.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  10ος↑ αιώνας Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 4.Τ.183@scaife.perseus
    πληγέντα ἀτράκτῳ τοξικῷ τὸν αἰετὸν εἰπεῖν ἰδόντα μηχανὴν πτερώματοϲ·
  3. το ανώτατο τμήμα του καταρτιού ενός καραβιού
  4. (ιατρική) εργαλείο για καυτηριασμό σε σχήμα αδραχτιού
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, (De affectionibus interioribus), κεφ. 28, p. 242, @scaife.perseus
    Ἢν δὲ μηδὲ οὕτω παύηται, καῦσαι χρὴ, ὁκόταν μέγιστον τὸ ἧπαρ γένηται καὶ ἐξεστήκῃ μάλιστα· καῦσαι δὲ ἐν πυξίνοισιν ἀτράκτοισι,
    ΣτΕ: Ο Ιπποκράτης αναφέρεται σε έναν τρόπο θεραπείας του ήπατος.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]