Ἀκυλῖνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀκυλῖνος οἱ Ἀκυλῖνοι
      γενική τοῦ Ἀκυλίνου τῶν Ἀκυλίνων
      δοτική τῷ Ἀκυλίν τοῖς Ἀκυλίνοις
    αιτιατική τὸν Ἀκυλῖνον τοὺς Ἀκυλίνους
     κλητική ! Ἀκυλῖνε Ἀκυλῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀκυλίνω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀκυλίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀκυλῖνος < Ἀκύλ(ας) + -ῖνος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἀκυλῖνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • ανδρικό όνομα
    ※  Ρωμαϊκή περίοδος, Επιγραφή από την Τελμησσό της Λυκίας. TAM II 55, στίχ. 2 & 3. (1-6), @epigraphy.packhum.org
    τοῦτο τὸ μνημεῖον κατ[ε]-
    σκεύασεν ἐκ τῶν ἰδίων Ἀκ[υ]-
    <λ>ῖ̣νος Μόσχου̣· τεθήσετ[αι]
    δ̣ὲ [αὐτὸς] καὶ ἡ̣ γυνὴ̣ α̣ὐτοῦ
    καὶ [οἱ ἐξ? αὐτ]οῦ· ἐὰ̣ν δέ τις ἄ̣λλο[ν]
    [θ]ά[ψῃ], ἱ̣ε[ρ]ο̣[ὶ?] ἔ̣σ̣οντα̣ι χθ̣ονίοις θεοῖς.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας, Επιτύμβια στήλη από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας. SEG 57:1720, στίχ. 2 & 3. (1-7), @epigraphy.packhum.org
    Δόμνος, Νέστ-
    ωρ, Βέλλων, Ἀκυ-
    λῖνος τῷ γλυκυ-
    τάτῳ θίῳ Βέλλ-
    ωνι ἀνέστησα-
    ν μνήμης χά-
    ριν.
     συνώνυμα: λατινικά Aquilinus

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]