ἐπιλυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιλυτικός ἐπιλυτική τὸ ἐπιλυτικόν
      γενική τοῦ ἐπιλυτικοῦ τῆς ἐπιλυτικῆς τοῦ ἐπιλυτικοῦ
      δοτική τῷ ἐπιλυτικ τῇ ἐπιλυτικ τῷ ἐπιλυτικ
    αιτιατική τὸν ἐπιλυτικόν τὴν ἐπιλυτικήν τὸ ἐπιλυτικόν
     κλητική ! ἐπιλυτικέ ἐπιλυτική ἐπιλυτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιλυτικοί αἱ ἐπιλυτικαί τὰ ἐπιλυτικᾰ́
      γενική τῶν ἐπιλυτικῶν τῶν ἐπιλυτικῶν τῶν ἐπιλυτικῶν
      δοτική τοῖς ἐπιλυτικοῖς ταῖς ἐπιλυτικαῖς τοῖς ἐπιλυτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐπιλυτικούς τὰς ἐπιλυτικᾱ́ς τὰ ἐπιλυτικᾰ́
     κλητική ! ἐπιλυτικοί ἐπιλυτικαί ἐπιλυτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιλυτικώ τὼ ἐπιλυτικᾱ́ τὼ ἐπιλυτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιλυτικοῖν τοῖν ἐπιλυτικαῖν τοῖν ἐπιλυτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπιλυτικός (ελληνιστική κοινή) < ἐπιλύω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐπιλυτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  • κατάλληλος για την επίλυση προβλημάτων
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De differentiis febrium, 1.3, p.281 @scaife.perseus
    οὔτε γὰρ ἀντιλογητικὸν οὔτε σοφισμάτων ἐπιλυτικὸν ἐνεστησάμην τόνδε τὸν λόγον, ἀλλ’ ἐπιστημονικὸν καὶ διδασκαλικὸν, ὑποθέσεις μὲν ἔχοντα τὰς δι’ ἑτέρων ἀποδεδειγμένας, διδάσκοντα δὲ τὰς διαφορὰς τῶν πυρετῶν.