ἐπών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπῶν, ἐπιών

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπών ἐποῦσ τὸ ἐπόν
      γενική τοῦ ἐπόντος τῆς ἐπούσης τοῦ ἐπόντος
      δοτική τῷ ἐπόντ τῇ ἐπούσ τῷ ἐπόντ
    αιτιατική τὸν ἐπόντ τὴν ἐπούσᾰν τὸ ἐπόν
     κλητική ! ἐπών ἐποῦσ ἐπόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπόντες αἱ ἐποῦσαι τὰ ἐπόντ
      γενική τῶν ἐπόντων τῶν ἐπουσῶν τῶν ἐπόντων
      δοτική τοῖς ἐποῦσῐ(ν) ταῖς ἐπούσαις τοῖς ἐποῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐπόντᾰς τὰς ἐπούσᾱς τὰ ἐπόντ
     κλητική ! ἐπόντες ἐποῦσαι ἐπόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπόντε τὼ ἐπούσ τὼ ἐπόντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐπόντοιν τοῖν ἐπούσαιν τοῖν ἐπόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ἐπών, -οῦσα, -όν

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔπειμι (<ἐπί + εἰμί)
    ※  Αίλιος Ηρωδιανός, Παρεκβολαὶ τοῦ μεγάλου ῥήματος ἐκ τῶν ῾Ηρωδιανοῦ, 19, 22
    Διατί ἡ εἰπών μετοχὴ οὐκ ἀποβάλλει τὸ ι καὶ γίνεται ἐπών; ἵνα μὴ συνεμπέσῃ τῇ ἐπὼν μετοχῇ τῇ σημαινούσῃ τὸ ὑπάρχον. καὶ ἄλλως· ἐπειδὴ κανών ἐστιν ὁ λέγων, ὅτι πᾶς δεύτερος ἀόριστος συναρχόμενος τῷ πρώτῳ ἀορίστῳ ἐν τῇ ὁριστικῇ ἐγκλίσει συνάρχεται αὐτῷ καὶ ἐν ταῖς μετοχαῖς καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς ἐγκλίσεσιν, οἷον ἔτυψα ἔτυπον, (τύψω τυπῶ), τύψον τύπε, τύψαιμι τύποιμι, ἐὰν τύψω ἐὰν τύπω, τύψας τυπών. οὕτως καὶ εἶπον εἰπών.
    ※  Πλωτῖνος, Εννεάδες, 6, 6, 18, 20
    Ἡ δὲ πάντων φρόνησις καὶ ὁ πᾶς νοῦς ἐπὼν καὶ συνὼν καὶ ὁμοῦ ὢν ἀγαθώτερον αὐτὸ ἐπιχρώσας καὶ συγκερασάμενος φρόνησιν σεμνότερον αὐτοῦ τὸ κάλλος παρέχεται.