ἐρείψιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐρείψιμος, -ος, -ον
- (σπάνιο) γκρεμισμένος, που σπάζει σε κομμάτια
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 48 (46-49)
- χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ, | φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν | δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος | βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
- σεισμός τη γη τραντάζει· | έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε | να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη | να σωριάζεται ολούθε απ᾽ τ᾽ ακροστύλια.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ, | φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν | δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος | βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 48 (46-49)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ἐρείπω
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐρείψιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρείψιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)