ἴυγξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῑυγγ- (επικό, Πλάτων) ῐυγγ- (Αττικοί) | |||||
ονομαστική | ὁ | ἴυγξ | οἱ | ἴυγγες | |
γενική | τοῦ | ἴυγγος | τῶν | ἰύγγων | |
δοτική | τῷ | ἴυγγῐ | τοῖς | ἴυγξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἴυγγᾰ | τοὺς | ἴυγγᾰς | |
κλητική ὦ! | ἴυγξ | ἴυγγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴυγγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰύγγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἴυγξ < ἰύζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἴυγξ, ἴυγγος θηλυκό
- (πτηνό) σουσουράδα
- (πτηνό) στραβολαίμης (το πουλί Jynx torquilla)
- (μεταφορικά) το μαγικό φίλτρο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 1110 (1108-1111)
- [ΧΟ.] χαῖρ᾽, ὦ πασῶν ἀνδρειοτάτη· δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι | δεινὴν ‹μαλακήν,› ἀγαθὴν φαύλην, σεμνὴν ἀγανήν, πολύπειρον· | ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι | συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.
- [ΚΟΡ. ΓΕΡ.] Γεια χαρά σου, αντρογύναικο, δείξου μας τώρα | φοβερή και γλυκούλα, καλή και κακιά, σοβαρή και γαλίφα και σ᾽ όλα μπασμένη! | Των Ελλήνων οι πρώτοι από Σε μαγεμένοι, | παραδώσαν την τύχη τους στ᾽ άξια σου χέρια.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- [ΧΟ.] χαῖρ᾽, ὦ πασῶν ἀνδρειοτάτη· δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι | δεινὴν ‹μαλακήν,› ἀγαθὴν φαύλην, σεμνὴν ἀγανήν, πολύπειρον· | ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι | συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 1110 (1108-1111)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Slater, William J. (1969) Lexicon to Pindar, Berlin: Walter de Gruyter - ἴυγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
[επεξεργασία]- ἴυγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴυγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φάλαγξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φάλαγξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φάλαγξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φάλαγξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πτηνά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)