κίσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κίσσα οι κίσσες
      γενική της κίσσας των κισσών
    αιτιατική την κίσσα τις κίσσες
     κλητική κίσσα κίσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίσσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κίσσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈki.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κίσ‐σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίσσα θηλυκό

  • (πτηνό) αποδημητικό πτηνό, του είδους Garrulus glandarius της οικογένειας των Κορακιδών, με καστανό σώμα, γαλαζόμαυρες λωρίδες στα φτερά, μακριά μαύρη ουρά και μαύρο το πάνω μέρος της κεφαλής

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίσσ αἱ κίσσαι
      γενική τῆς κίσσης τῶν κισσῶν
      δοτική τῇ κίσσ ταῖς κίσσαις
    αιτιατική τὴν κίσσᾰν τὰς κίσσᾱς
     κλητική ! κίσσ κίσσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κίσσ
γεν-δοτ τοῖν  κίσσαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίσσα, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αριστοτέλη < *κίκ-jα (ηχομιμητική λέξη) - Συγγενικό το σανσκριτικό θέμα kiki-. [1]
Δεν σχετίζεται το κισσός.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίσσα θηλυκό

  1. (πτηνό) φύαρο πουλί όπως η κίσσα, ή η καρακάξα
  2. όρεξη ιδιαίτερη, όπως των εγκύων για κάτι ξεχωριστό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]