ἴφθιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἴφθιμος ἰφθίμη τὸ ἴφθιμον
      γενική τοῦ/τῆς ἰφθίμου τῆς ἰφθίμης τοῦ ἰφθίμου
      δοτική τῷ/τῇ ἰφθίμ τῇ ἰφθίμ τῷ ἰφθίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἴφθιμον τὴν ἰφθίμην τὸ ἴφθιμον
     κλητική ! ἴφθιμε ἰφθίμη ἴφθιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἴφθιμοι αἱ ἴφθιμαι τὰ ἴφθιμ
      γενική τῶν ἰφθίμων τῶν ἰφθίμων τῶν ἰφθίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἰφθίμοις ταῖς ἰφθίμαις τοῖς ἰφθίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἰφθίμους τὰς ἰφθίμᾱς τὰ ἴφθιμ
     κλητική ! ἴφθιμοι ἴφθιμαι ἴφθιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰφθίμω τὼ ἰφθίμ τὼ ἰφθίμω
      γεν-δοτ τοῖν ἰφθίμοιν τοῖν ἰφθίμαιν τοῖν ἰφθίμοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἴφθιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἴφθιμος, -η/-ος, -ον

  1. δυνατός, ρωμαλέος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 313 (312-313)
    ἠδ᾽ ὅσα Κύκλωψ ἔρξε, καὶ ὡς ἀπετίσατο ποινὴν | ἰφθίμων ἑτάρων, οὓς ἤσθιεν οὐδ᾽ ἐλέαιρεν·
    όσα του κόστισε ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε | για τους γενναίους συντρόφους που αλύπητα τους έφαγε,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 455 (455-456)
    ἴφθιμόν τ᾽ Ἀίδην, ὃς ὑπὸ χθονὶ δώματα ναίει | νηλεὲς ἦτορ ἔχων,
    το δυνατό τον Άδη, που κατοικεί παλάτια κάτω από τη γη | κι έχει καρδιά ανήλεη,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 987 (986-987)
    αὐτάρ τοι Κεφάλῳ φιτύσατο φαίδιμον υἱόν, | ἴφθιμον Φαέθοντα, θεοῖς ἐπιείκελον ἄνδρα·
    Στον Κέφαλο γέννησε γιο λαμπρό, | το δυνατό Φαέθοντα, άντρα που έμοιαζε με τους θεούς.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (για γυναίκες) εύρωστη, ευπρεπής, αρχοντική, επιβλητική
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 415 (412-415)
    μὴ δὴν Αἰγιάλεια, περίφρων Ἀδρηστίνη, | ἐξ ὕπνου γοόωσα φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ, | κουρίδιον ποθέουσα πόσιν, τὸν ἄριστον Ἀχαιῶν, | ἰφθίμη ἄλοχος Διομήδεος ἱπποδάμοιο.»
    μην η Αιγιάλεια ποτέ, η φρόνιμη Αδρηστίνη, | ξυπνήσει τους ανθρώπους της θρηνώντας που της λείπει | ο νυμφευτός της σύντροφος των Αχαιών ο πρώτος, | του ιπποδάμου η θαυμαστή γυνή, του Διομήδη».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 364 (363-364)
    οὕνεκά μ᾽ αὐτὴ θρέψεν ἅμα Κτιμένῃ τανυπέπλῳ, | θυγατέρ᾽ ἰφθίμῃ, τὴν ὁπλοτάτην τέκε παίδων·
    Αυτή μ᾽ ανάθρεψε στο πλάι της μακρόπεπλης Κτιμένης, | όμορφης θυγατέρας που τη γέννησε στερνή από τα άλλα της κορίτσια.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]