ὀξύβαφον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὀξῠβᾰφο- | |||||
ονομαστική | τὸ | ὀξύβαφον | τὰ | ὀξύβαφᾰ | |
γενική | τοῦ | ὀξυβάφου | τῶν | ὀξυβάφων | |
δοτική | τῷ | ὀξυβάφῳ | τοῖς | ὀξυβάφοις | |
αιτιατική | τὸ | ὀξύβαφον | τὰ | ὀξύβαφᾰ | |
κλητική ὦ! | ὀξύβαφον | ὀξύβαφᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀξυβάφω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀξυβάφοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀξύβαφον ουδέτερο (ῠ)
- μικρό δοχείο, στο οποίο τοποθετούμε ξίδι
- (συνεκδοχικά) ποτήρι
- (συνεκδοχικά) μικρή πήλινη κύλικα
- (ελληνιστική σημασία)
- (μουσικό όργανο) είδος μικρού κυμβάλου
- άλλες μορφές: ὀψόβαφον σε κώδικες
- (μονάδα μέτρησης) το ¼ της κοτύλης, το ⅛ της λίτρας
- (μουσικό όργανο) είδος μικρού κυμβάλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀξύβαφον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀξύβαφον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ὀξύ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Μουσικά όργανα (ελληνιστική κοινή)
- Μονάδες μέτρησης (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)