ὑπεζωκώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ὑπεζωκώς, -υῖα, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (ὑπέζωκα) του ρήματος ὑποζώννυμι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὑπεζωκώς, -ότος αρσενικό (ελληνιστική κοινή , ουσιαστικοποιημένο)
- (ανατομία) ο υπεζωκότας
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυκώς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυκώς' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Μετοχές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού παρακειμένου (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Ανατομία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)