*bʰeh₂-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
[επεξεργασία](επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Ρίζα
[επεξεργασία]*bʰeh₂- με δύο σημασίες
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Κάθε σημασία αντιστοιχεί σε ένα κλάδο ετυμολογικής οικογένειας. Συμβατικά, τις ονομάζουμε «οικογένεια του φαίνω» για το 'λάμπω' και «οικογένεια του φημί» για το 'λέω'. Οι δύο σημασίες διαπλέκονται και συχνά οι σημασίες των παραγώγων αλληλοεπικαλύπτονται.[1]
- ※ The PIE root *bʰeh₂- 'speak' may be identical in origin with *bʰeh₂- 'to shine' in Skt. bhā́ti 'to light, shine', see φαίνω. They are formally the same, and the semantic derivation is common: 'say' < 'explain, make clear', etc. (Robert Beekes[2])
- Η ΠΙΕ ρίζα *bʰeh₂- 'λέω' πιθανόν είναι ίδιας καταγωγής με την *bʰeh₂- 'λάμπω' στη σανσκριτική भाति (bhā́ti, φωτίζω, λάμπω). Είναι μορφολογικά όμοιες, και η σημασιολογική παραγωγή είναι κοινή: 'λέω' < 'εξηγώ', 'κάνω σαφές', κλπ.
Μπορούμε να τα εντάξουμε σε κάθε οικογένεια α) από ετυμολογική άποψη και β) από μορφολογική άποψη.
Για τις βαθμίδες του θέματος, δείτε τα τα αρχαία ελληνικά λήμματα.
Για το ετυμολογικό δέντρο, δείτε το *bʰeh₂- στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Παράγωγα
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά:
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (αρχαία ελληνικά)
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (νέα ελληνικά)
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (λατινικά)
ετυμολογικές οικογένειες του *bʰeh₂- για τα αρχαία ελληνικά[3] ενδεικτικά παραδείγματα | |
---|---|
'λάμπω' οικογένεια «φαίνω» | 'λέω' οικογένεια «φημί» |
δεν έχουν ετυμολογηθεί με σιγουριά ή δεν έχουν εξηγηθεί ικανοποιητικά: φή | |
και στις δύο οικογένειες | |
'λάμπω' | 'λέω' |
αρχαία ελληνικά, μυκηναϊκή διάλεκτος: | αρχαία ελληνικά, μυκηναϊκή διάλεκτος: 𐀞𐀯 (pa-si, 3ο πρόσωπο) |
αρχαία ελληνικά: φαίνω, φαίνομαι & σύνθετα |
αρχαία ελληνικά: φημί, φάσκω & σύνθετα |
σανσκριτικά:
|
σανσκριτικά: |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Σχόλιο στο «αποφαίνομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ s.v. «φημί» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Τα παράγωγα αρχαίων ελληνικών που σημειώνονται στον πίνακα, όπως αναφέρονται στα σχετικά λήμματα από τον Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- *bʰeh₂-htm@starling σελ. 104, Τόμος 1ος - Pokorny, Julius (1959) Indogermanisches etymologisches Wörterbuch [Ινδογερμανικό (ινδοευρωπαϊκό) ετυμολογικό λεξικό] (στα γερμανικά). Βέρνη, Μόναχο: Francke Verlag. Τόμοι 1‑3.