παλαίφατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαίφατος < αρχαία ελληνική παλαίφατος < πάλαι + φημί
Επίθετο
[επεξεργασία]παλαίφατος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που αναφέρεται από παλαιά
- (αρχαιοπρεπές) περίφημος, ονομαστός
- ※ Η περίπυστη και παλαίφατη μονή της Παναγίας της Ελεούσας, η επιλεγομένη της Λυκουσάδος, Λευκουσιάδος ή Λευκουσιάδων, η οποία εδώ και αιώνες έχει τελείως αφανισθεί και δεν σώζονται ευκρινή ερείπια και υπολείμματά της, ιδρύθηκε το βʹ μισό του ιγʹ αιώνα (έτος 1289) στο κάστρο του Φαναρίου της Καρδίτσας, στον σημερινό Δήμο Ιθώμης και συγκεκριμένα στο χωριό Λοξάδα, η ονομασία του οποίου αποτελεί, προφανώς, παραφθορά της παλαιάς μεσαιωνικής ονομασίας Λυκουσάδα. (Δημήτριος Σοφιανός, «Τα υπέρ της μονής της Παναγιάς της Λυκουσάδος του Φαναρίου Καρδίτσας παλαιά βυζαντινά (ιγʹ και ιδʹ αιώνας) έγγραφα (χρυσόβουλλα κ.ά.). Διπλωματική έκδοση», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών (ΕΕΒΣ), 52 (2004–2006) 479)
- (αρχαιοπρεπές) παμπάλαιος, πολύ παλαιός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαίφατος
|