-μαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-μαθής < μαθαίνω

Επίθημα[επεξεργασία]

-μαθής

  1. αυτός ο οποίος γνωρίζει αρκετά καλά το αντικείμενο (κυρίως γλώσσα π.χ. ιταλομαθής) η ρίζα του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή της λέξης

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]