Bruder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Bruder | die | Brüder |
γενική | des | Bruders | der | Brüder |
δοτική | dem | Bruder | den | Brüdern |
αιτιατική | den | Bruder | die | Brüder |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Bruder < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική bruoder < παλαιά άνω γερμανική bruoder [1] < πρωτογερμανική *brōþēr- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₂tēr [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bruder (de) αρσενικό
- (οικογένεια) ο αδελφός
- (μεταφορικά) σύντροφος, σύμμαχος, φίλος
- (καθολικισμός) προσφώνηση μοναχού
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- warmer Bruder : ομοφυλόφιλος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Bruder στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)
- Καθολικισμός (γερμανικά)