τσιγάρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγάρο τα τσιγάρα
      γενική του τσιγάρου των τσιγάρων
    αιτιατική το τσιγάρο τα τσιγάρα
     κλητική τσιγάρο τσιγάρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μη αναμμένο τσιγάρο φίλτρου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιγάρο < (άμεσο δάνειο) βενετική cigaro < ισπανική cigarro < μάγια του Γιουκατάν siyar (καπνίζω φύλλα καπνού)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιγάρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]