fake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fake (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fake (en)
- το κόλπο
- η απομίμηση, το πλαστό αντίγραφο
- (αθλητισμός) η προσποίηση (σε μία ποδοσφαιρική τρίπλα)
Ρήμα[επεξεργασία]
fake (en)
- εξαπατώ, κλέβω
- κάνω, φτιάχνω
- απομιμούμαι, αντιγράφω κάτι δημιουργώντας μια πλαστή απομίμηση
- προσποιούμαι